βαθμολογικός

βαθμολογικός
-ή, -ό
αυτός που έχει σχέση με τη βαθμολογία ή το βαθμό: Το γήπεδο ήταν γεμάτο γιατί ο αγώνας είχε μεγάλο βαθμολογικό ενδιαφέρον.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βαθμολογικός — ή, ό ο σχετικός με τη βαθμολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Κ. Μαυρογιάννη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”